- ομοιοκάταρκτος
- -η, -ο (Α ὁμοιοκάταρκτος, -ον)1. αυτός που αρχίζει με τον ίδιο τρόπο, αυτός που έχει την ίδια αρχή με άλλον*2. φρ. «ομοιοκάταρκτο σχήμα» ή, αρχ., «τὰ ὁμοιοκάταρκτα» — το ρητορικό σχήμα κατά το οποίο πολλές συλλαβές ή λέξεις αρχίζουν με τον ίδιο φθόγγοαρχ.φρ. «ὁμοιοκάταρκτοι λέξεις» — λέξεις οι οποίες έχουν τον ίδιο αρχικό φθόγγο ή την ίδια αρχική συλλαβή.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)-* + κατάρχομαι «κάνω αρχή, αρχίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.